- εφέπω
- ἐφέπω (Α)Ι. ενεργ.1. χειρίζομαι, χρησιμοποιώ επιδέξια, στρέφω, εκσφενδονίζω («ὁ δ' ἔφεπεν κραταιὸν ἔγχος», Πίνδ.)2. κατευθύνω προς κάποιον ή εναντίον κάποιου («Πατρόκλῳ ἔφεπε κρατερώνυχας ἵππους», Ομ. Ιλ.)3. εξαναγκάζω κάποιον με τη βία, ξυλοφορτώνω («ἐφέπων [ἵππους] μάστιγι», Ομ. Ιλ.)4. (για πολεμιστές) ταλαιπωρώ, βασανίζω τον εχθρό («σφεδανὸν ἔφεπ' ἔγχεϊ», Ομ. Ιλ.)5. καταδιώκω, τιμωρώ («ἐφέπων παραιβασίας», Ησίοδ.)6. εξασκώ ή χρησιμοποιώ κάποια τιμωρία ή καταδίωξη («τὰν Φιλοκτήταο δίκαν ἐφέπων» — εφαρμόζοντας την τιμωρία τού Φιλοκτήτη7. διοικώ, κυβερνώ («ἐφέπων Θήβας», Αισχύλ.)8. αντιμετωπίζω κάποιο έργο (α. «οὐδὲ κ' Ἀθήνη τοσσῆσδ' ὑσμίνης ἐφέποι στόμα», Ομ. Ιλ.β. «μαιμώων ἔφεπ' ἔγχεϊ» — τούς αντιμετώπιζε με το δόρυ, Ομ. Ιλ.)9. (για θεούς, νύμφες κ.λπ.) συχνάζω, διέρχομαι από κάποιο τόπο («ἐφέπων γαῑαν καὶ βένθεα λίμνης», Ησίοδ.)10. επισκέπτομαι («σῴζων ἐφέποις ἡμᾱς», Αριστοφ.)11. (για γυναίκα) ενοχλώ, παίρνω από πίσω12. συναντώ τυχαία, απαντώ («πότμον ἐπισπεῑν», Ομ. Ιλ.)13. επιταχύνω («ὀλέθριον ἦμαρ ἐπισπεῑν», Ομ. Ιλ.)14. παρακολουθώ15. (για χρόνο) φθάνω («αἰὼν ἔφεπε μόρσιμος», Πίνδ.)II. μέσ. ἐφέπομαι, ποιητ. τ. ἐφέσπομαι και ἐπιέσπομαι1. (με εχθρική σημασία) ακολουθώ, καταδιώκω («ληϊστῆρσιν ἐπισπόμενος Ταφίοισιν», Ομ. Οδ.)2. ακολουθώ, συνοδεύω («λαῶν ἔθυος ἐπισπόμενον ἑοῑ αὐτῷ», Ομ. Ιλ.)3. συμβαδίζω, ακολουθώ πεζός (α. «ἐπισπέσθαι ποσίν», Ομ. Ιλ.β. μτφ. «εἰ μὴ οἱ τύχη ἐπίσποιτο» — αν δεν τὸν ακολουθήσει η τύχη, Ηρόδ.)4. υπακούω, προσέχω («ἐπισπόμενοι θεοῡ ὀμφῇ», Ομ. Οδ.)5. (μτχ. αορ.) ὁ ἐπισπόμενος, -ένη, -οναυτός που δεν έπεισε, αντίθ. πείσας («ὅ τε πείσας καὶ ὁ ἐπισπόμενος ὁμοίως ἐβλάπτοντο», Θουκ.)6. συμφωνώ, επιδοκιμάζω («εἰ δέ... ἐπὶ δ' ἕσπωνται θεοὶ ἄλλοι», Ομ. Οδ.)7. ακολουθώ κάποιο λογικό συλλογισμό («μόγις μήπως ἐφέπομαι», Πλάτ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἕπω].
Dictionary of Greek. 2013.